χράμι

χράμι
χράμι, το και χιράμι, το
(λ. τουρκ. από την αραβ.)
1. μάλλινο χοντρό ύφασμα.
2. μάλλινο σεντόνι.
3. μάλλινη κουβέρτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χράμι — και χρέμι και χιράμι, το, Ν 1. χοντρό μάλλινο ύφασμα που κατασκευάζεται στον αργαλειό 2. μάλλινο κροσσωτό κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ihram «είδος μανδύα»] …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • χιράμι — το, Ν βλ. χράμι …   Dictionary of Greek

  • χρέμι — το, Ν βλ. χράμι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”